Sunday, June 04, 2006

Στο Δέλτα του ποταμού Σάπι, φυτρώνει ένα πολύ σπάνιο λουλούδι. Τα δύο μοναδικά του πέταλα, απλώνονται σε απόσταση 25 πόντων το καθένα από το πολύ λεπτό μίσχο του φυτού. Κι όταν φυσά, το λουλούδι, μοιάζει σαν να πετά, όμως οι πολύ παχιές του ρίζες, που φτάνουν μέχρι και τα δύο μέτρα κάτω από το χώμα, το κρατάνε εκεί.

Στις όχθες του ποταμού Λόντα ζει ένα μικρό πουλί που μοιάζει με το λουλούδι που φυτρώνει στο Δέλτα του ποταμού Σάπι. Το πουλί φωλιάζει στους πυκνούς θάμνους που περιβάλλουν το ποτάμι και πετά πολύ σπάνια καθώς το άνοιγμα των μωβ φτερών του, είναι πολύ μικρό.

Το χωριό της Μούλου βρίσκεται στις πηγές του ποταμού Σάπι, πολύ μακριά απο εκεί που φυτρώνει το σπάνιο φυτό. Η Μούλου δεν έχει απομακρυνθεί ποτέ από το χωριό της, αύριο όμως που θα γίνει δεκατριών χρονών, θα ξεκινήσει για το ταξίδι που και η μητέρα της, πριν από πολλά χρόνια είχε κάνει. Η μητέρα της, έχει ήδη ετοιμάσει το σακίδιο με τα απαραίτητα και η Μούλου δεν βλέπει την ώρα να συναντήσει τον αρχηγό του χωριού για να πάρει την ευχή του.

"Θα περπατάς πάντα παράλληλα στον ποταμό. Ακόμα κι όταν θα σου φανεί αδύνατο, εσύ θα παραμείνεις δίπλα. Δε θα μπεις μέσα στο δάσος ούτε για μια στιγμή. Το ταξίδι δεν πρέπει να σου πάρει περισσότερο από τρεις μέρες μέχρι να φτάσεις στο Δέλτα του ποταμού. Εκεί θα βρεις ένα λουλούδι που μοιάζει με πουλί. Θα σκάψεις βαθιά μέσα στο λασπόχωμα και θα το πάρεις μαζί με όλες του τις ρίζες. Θα αφήσεις μόνο ένα πολύ μικρό κομμάτι από τις ρίζες εκεί όπου βρισκόταν το φυτό και θα έχεις τρεις μέρες πριν μαραθεί για να βρεις το ταίρι του. Τότε είναι που θα μπεις μέσα στο δάσος και θα ψάξεις για τον ποταμό Λόντα. Στην καρδιά του, θα βρείς το ταίρι του Σάνγκε-Σάνγκε. "Η Μούλου, υπνωτισμένη από τη φωνή του αρχηγού, γνέφει καταφατικά, φιλά τη μητέρα της και ξεκινά να περπατά όπως ακριβώς της είπε ο αρχηγός. Πλάι στο ποτάμι.


Πράγματι, σε κάποια σημεία, από την αρχή κιόλας, το περπάτημα δίπλα στο ποτάμι φαίνεται ακατόρθωτο. Το χώμα υποχωρεί κάτω από τα πόδια της Μούλου, τα αγκάθια από τα άγρια φυτά τσιμπούν τα χέρια της, και συνεχώς αναγκάζεται να προχωρήσει μέσα στο νερό που φτάνει μέχρι το γόνατό της. Ρίχνει κλεφτές ματιές στο δάσος δίπλα της. Αλλά όχι. Καλύτερα να ακολουθήσει τη συμβουλή του αρχηγού και να συνεχίσει να περπατά δίπλα στο νερό. Δεν είναι δα και τόσο δύσκολο.Ευτυχώς η Μούλου δεν είναι λαίμαργο πλάσμα κι αγνοεί τα πρώτα γουργουρητά που έρχονται από το στομάχι της. Θέλει να της περισσέψει μπόλικο φαγητό ώστε όταν φτάσει στον προορισμό της να κάτσει και να φάει με την ψυχή της.Ο ήλιος αρχίζει να χάνεται πιο σύντομα απο το συνηθισμένο, πίσω από τα χιλιάδες ψιλόλιγνα δέντρα και η Μούλου αναρωτιέται αν είναι συνετό να συνεχίσει να προχωρά μέσα στο σκοτάδι. Νιώθει το νερό στα πόδια της ολοένα και πιο κρύο και η κούραση απο τα σκαμπανεβάσματα της διαδρομής έχει κάνει τον βηματισμό της αργό και άρρυθμο. «Θα προχωρήσω λίγο ακόμα, μέχρι να βρω το κατάλληλο σημείο για να ξαποστάσω» σκέφτεται, αγνοώντας για μία ακόμη φορά τις ανάγκες του σώματός της.Μια μέσα στο νερό, μια στην όχθη. . . Το σακίδιο βαραίνει ή είναι η ιδέα της? Το σακίδιο έχει μουσκέψει από το παγωμένο νερό του Σάπι και όντως έχει αρχίσει να γίνεται πολύ βαρύ για την κοριτσίστικη πλάτη της Μούλου. Είναι η ώρα να ξαποστάσει λίγο. Τα δέντρα σε αυτό το σημείο είναι πολύ πυκνά αλλά η Μούλου νιώθει ασφαλής αφού το ταξίδι της μέχρι τώρα έχει πάει κατ’ ευχήν. Κάθεται κάτω από ένα δέντρο πολύ κοντά στον Σάπι για να μην μπει πιο βαθιά στο σκοτεινό δάσος, ξεκρεμά από τους ώμους της το πέτσινο σακίδιο και πριν προλάβει να το περάσει πίσω από το σβέρκο της για μαξιλάρι, την παίρνει ο ύπνος.


Η Μούλου είναι δεκατριών χρόνων. Μεγάλωσε στο χωριό Ζένι από το οποίο δεν είχε φύγει ποτέ μέχρι το περασμένο πρωί. Οι λιγοστοί κάτοικοι του Ζένι ήξεραν από την εποχή που η Μούλου ήταν μωρό, ότι μεγαλώνοντας θα γινόταν ένα πολύ όμορφο κορίτσι. Και πράγματι από τα δέκα της χρόνια είχε γίνει φτυστή η μητέρα της, η Νιάζγκα, που κάποιοι ακόμα και τώρα αποκαλούν «Λεν Νασκε» που θα πει «όμορφη κοπελιά». Στην εμφάνιση, λοιπόν, η Μούλου ήταν μια Λεν Νασκε. Στο χαρακτήρα όμως ήταν ίδια ο πατέρας της. Σκληρή, πειθαρχημένη, ανεξάρτητη, έξυπνη και ταπεινή.

Για τον πατέρα της, μόνο από αφηγήσεις και ιστορίες ήξερε. Κι ήταν περήφανη που όλο το χωριό μιλούσε για τις αρετές του, ακόμα και δέκα χρόνια μετά το θάνατό του. Ο πατέρας της Μούλου είχε πνιγεί όταν τα ρεύματα στο Δέλτα του ποταμού Σάπι, παρέσυραν τη σχεδία του και τον ξέβρασαν στον ωκεανό. Λέγεται οτι προσπαθούσε να βρει το Σάνγκε-Σάνγκε για να το χαρίσει στην μικρή του κόρη, αγνοώντας τους θρύλους που δεν ήθελαν κανένα άντρα να έχει επιζήσει από το ταξίδι στα νερά του Σάπι.

Τη στιγμή που ο αρχηγός της έδινε την ευχή του και ξεκινούσε για το ταξίδι της ενηλικίωσης, η Μούλου σκέφτηκε πολύ έντονα τον πατέρα της. «Το πρώτο βήμα το κάνω για σένα» είπε από μέσα της «και το τελευταίο για σένα θα το κάνω.» Έσφιξε μέσα στη γροθιά της το μυτερό κομμάτι ξύλου (απομεινάρι της σχεδίας εκείνης, όπως είχε αποδειχθεί αργότερα) που η ίδια είχε βρει ένα απόγευμα στην όχθη του Σάπι κοντά στο σπίτι της.


Με μάτια ορθάνοιχτα και τρομαγμένα ξεκινά η Μούλου το πρωινό της. Έχει χαράξει σίγουρα, όμως το φως είναι λιγοστό και η Μούλου, πιασμένη από την υγρασία και τον ανήσυχο ύπνο προσπαθεί να σηκωθεί. Μυρίζει περιέργα το δάσος τέτοιες ώρες… Τα άνθη και τα φύλλα των θάμνων είναι γεμάτα δροσοσταλίδες, τα πουλιά έχουν πιάσει το πρωινό κουβεντολόι και η Μούλου χαμογελά σαν να ανταποκρίνεται σε κάποιο αποτυχημένο αστείο που μόλις έχει ακούσει. Τεντώνεται με όση δύναμη διαθέτει κι ύστερα σκύβει να πιάσει το σάκο της. «Θα περπατήσω λίγο να συνέλθω…» σκέφτεται. Είναι κάτι που της έχει μάθει η μητέρα της, να περπατά λίγο το πρωί πριν ξεκινήσει τη μέρα της, αν έχει δει κάποιο άσχημο όνειρο στον ύπνο της. Να περπατά και να αφηγείται στον ήλιο όλα όσα την τρόμαξαν. Ο ήλιος όμως ακόμα να φανεί… «Θα τ’ αφηγηθώ στον βρόντο λοιπόν» μουρμουρά η Λεν Νασκε και κάνει το πρώτο βήμα.Το ποτάμι τραγουδά σαν να συνοδεύει τη Μούλου στην αφήγησή της. Και σαν να της λέει «Πες τα σ’ εμένα, εγώ σ’ ακούω», όμως η Μούλου περπατά σκυφτή και μονολογεί…«Καθόμουν σ’ ένα φύλλο σα δροσοσταλιά και φυσούσε κι εγώ γλιστρούσα, φοβόμουν μην πέσω στο χώμα κι ήταν πολύ ψηλα, ήμουν στο τελευταίο φύλλο πάνω-πάνω στο δέντρο και προσπαθούσα να κρατηθώ και βγήκε ο ήλιος κι εγώ ή μ ο υ ν μια δροσοσταλιά και άρχισα να εξαφανίζομαι… να εξατμίζομαι να ξεραίνομαι και πονούσα. Και ότι είχε απομείνει από τη σταγόνα μου, με ένα δυνατό άνεμο κατρακύλησε κι έπεσε στο χώμα. Κι εκεί φύτρωσε ένα λουλούδι. Όχι, ήταν πουλί. Δεν ξέρω. Έβγαζε ένα τρομαχτικό ήχο, ίσως να ήταν κι ο άνεμος κι εγώ (το ξεραμένο μου μισό δηλαδή) έβλεπα απο ψηλά αυτό το…πράγμα κι ήθελα τόσο πολύ να γίνω πάλι η Μούλου όμως ένιωθα, το ήξερα πως δεν υπήρχε περίπτωση αυτό να συμβεί!»


Τα λόγια και οι σκέψεις, φέρνουν τη Μούλου πολλά βήματα μακριά από το σημείο που είχε ξαποστάσει. Νιώθει τον ήλιο να παίζει με τις βλεφαρίδες της κάθε φορά που οι πρωινές αχτίδες σκίζουν τα πυκνά φυλλώματα και τις σκιές του δάσους. Ο Σάπι κυλάει ήρεμα και χαρούμενα στο πλάι της σαν παιδί που το έχει πάρει μαζί της για βόλτα. Δε χρειάζεται καν να βάλει τα πόδια της μέσα στο νερό, η διαδρομή γίνεται ολοένα και πιο εύκολη. Το δάσος απομακρύνεται συνεχώς, δημιουργώντας έτσι ένα ευχάριστο μονοπάτι δίπλα στον γάργαρο φίλο της.

Ξεκούραστη και ανανεωμένη, προχωρά γοργά κι απερίσπαστη η Μούλου, σαν να βλέπει ίσια μπροστά της, το λουλούδι που ψάχνει. «Θα βγάλω ψεύτη τον αρχηγό» σκέφτεται «και θα φτάσω πριν καν βραδιάσει. Θα είμαι σπίτι μου νωρίτερα απ’ ότι περιμένουν όλοι.»

Το ξύλινο καλυβάκι είναι κάτι που δεν περίμενε να δει…



Τα δύο ολοστρόγγυλα, μωβ μάτια της μεγαλώνουν από την περιέργεια. Το ξέρει πως πρέπει να συνεχίσει να προχωρά απερίσπαστη, όπως άλλωστε έκανε νωρίτερα αψηφώντας και το δάσος που την καλούσε με το μυστήριο του και την ίδια της την πείνα. Δεν μπορεί όμως να πάρει το βλέμμα της από το μικροσκοπικό σπίτι που βρίσκεται μόλις μερικά μέτρα μακριά. Κι ο Σάπι σε αυτό το σημείο είναι τόσο ήσυχος. Θα ‘ναι τόσο εύκολο να τον διασχίσει.
Ο φόβος για το άγνωστο δεν είναι κάτι που έχει καλλιεργηθεί στο μυαλό της Μούλου. Η μητέρα της η Νιάζγκα πάντα της έλεγε να αγκαλιάζει το άγνωστο και κάθε τι καινούριο με ενδιαφέρον και ταπεινότητα. Να υπακούσει σε αυτά τα λόγια, που άλλωστε εξυπηρετούν επάξια την περιέργεια της ή να μείνει πιστή στις οδηγίες του αρχηγού;
«Πρέπει να βρω το Σανγκε-Σανγκε» λέει κι επαναλαμβάνει συνεχώς από μέσα της καθώς διασχίζει με ευκολία τα καθαρά νερά του ποταμού.

Από κοντά, η καλύβα είναι ακόμα πιο μικρή. Είναι μικροσκοπική. Το ψηλότερο σημείο της ξύλινης στέγης ίσα που φτάνει στο ύψος των ματιών της. Η Μούλου μπορεί να είναι το ψηλότερο κορίτσι του χωριού αλλά αυτο σπιτάκι είναι αστείο. Με μια αγκαλιά θα μπορούσε να το σηκώσει και να το πάρει μαζί της!
Σπρώχνει δειλά την πόρτα κι αυτή ανοίγει διάπλατα. Μια εξαίσια μυρωδιά γαργαλάει αμέσως τα ρουθούνια της. Ένα γλυκό μπαχαρικό… ή σαν κάποιος να μαγειρεύει λουλούδια. Το καλυβάκι όμως, άδειο. «Αυτό ήταν;» σκέφτεται η Μούλου. «Σάπιες σανίδες στη μέση του πουθενά;»

Σκυφτή, κάνει ένα μικρό βήμα και μπαίνει μέσα. Ένα αναπάντεχο αεράκι κλείνει την πόρτα πίσω της κι από το ξάφνιασμα η Μούλου σκοντάφτει και πέφτει μέσα στην τρύπα.


Η Μούλου ξυπνάει με κομμένη ανάσα, ιδρωμένη, με τα μαλλιά ανακατεμμένα και το σώμα της μουδιασμένο από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Ο Σινγκού κοιμάται δίπλα της. Το ροχαλητό του για πρώτη φορά της προκαλεί αηδία και σκέφτεται να τον πνίξει έτσι βυθισμένο που τον βλέπει σε κάποιο χαρούμενο όνειρο. Παραμένει όμορφος, αλλά ξαφνικά αυτό της φαίνεται καταπιεστικό. Σηκώνεται και περπατώντας στις μύτες αρχίζει να μαζεύει ότι βρει μπροστά της. Βιαστικά αλλά ήσυχα. Γεμίζει το σακίδιο της με ότι κρίνει απαραίτητο μια τέτοια περίεργη ώρα και ξυπόλητη, όπως όταν είχε πρωτοέρθει, σπρώχνει την ξύλινη πόρτα.

Το γράμμα το έχει αφήσει πάνω στο μαξιλάρι της.

Το ασημένιο ρέμα γουργουρίζει δίπλα της. Πρέπει να το ακολουθήσει αν θέλει να φτάσει στην όχθη του Σάπι πριν ξυπνήσει ο Σινγκού. Είναι όμως τόσο δύσκολο μέσα στο σκοτάδι. «Καταραμένο δάσος, να εξαφανιζόσουν τώρα!» σκέφτεται η Μούλου καθώς περπατά πάνω στα ξερόκλαδα και τα σάπια φύλλα. Τα πόδια της ματώνουν αλλά δεν πρόκειται να σταματήσει. Θα βρει τον ποταμό σύντομα και θα συνεχίσει το ταξίδι της, έστω και μετά από τόσα χρόνια. Κοιτά μπροστά της με μανία.

Τα μικροσκοπικά, ολοστρόγγυλα μάτια της διαστέλονται και μουσκεύουν από τα δάκρυα.
Σαν αντικρύζει τον Σάπι νιώθει να γίνεται μεμιάς, ξανά δεκατριών.

Έχει ήδη μεσημεριάσει και η Μούλου λαχανιασμένη, σκύβει να πιει λίγο νερό. Δεν προλαβαίνει να καθαρίσει τις πληγές της. Μόλις ξεδιψάσει αρκετά, αρχίζει και πάλι να τρέχει ασταμάτητα σαν να την κυνηγά κάποιο τέρας, αδιαφορώντας για τις δυσκολίες που συναντά στο διάβα της.


Το φεγγάρι βρίσκει τη Μούλου να προχωρά σαν φάντασμα μέσα στη νύχτα. Δεν έχει σκοπό να χάσει ούτε δευτερόλεπτο. Τα λιγνά της πόδια, το στομάχι της, ολόκληρο το κορμί της είναι ένα αποκαμωμένο παράπονο, αλλά κανένας πόνος και καμία κούραση δε θα τη σταματήσουν τώρα. Μουγκρίζει το νερό δίπλα της ακατάπαυστα. Μουγκρίζουν κι όλες οι φώνες μέσα στο μυαλό της, οι ιστορίες για τον πατέρα της, οι συμβουλές της μητέρας της, οι οδηγίες του αρχηγού. . . Πώς τόσα χρόνια δεν άκουγε τίποτε!



Ναι. . . Χρειάστηκαν ακριβώς τρεις μέρες, και μερικά χρόνια ανάμεσα, μέχρι ο Σάπι να απλωθεί και να γίνει θάλασσα. Το θέαμα ρουφά όλο το οξυγόνο από τα πνευμόνια της Μούλου. Δεν είχε φανταστεί ποτέ της τον ωκεανό. Δεν είχε φανταστεί ποτέ της οτι θα έβλεπε κάτι τόσο μεγάλο κι ατελείωτο. Νιώθει σαν μια κουκίδα μέσα στο σύμπαν, έτσι όπως στέκεται άκρη-άκρη στη στεριά. Το σώμα της πάλλεται και ταλαντώνεται από τον θαλασσινό αέρα. Τα δάκρυα σμίγουν στο πρόσωπό της με την αλμύρα του ωκεανού.


Είναι άγριο και θυμωμένο το τοπίο. Παλεύει το γλυκό νερό με το αλμυρό.
Τα στρογγυλά μωβ μάτια στεγνώνουν. Για πρώτη φορά νιώθει τον ήλιο να καίει το δέρμα της κι ένας γλυκός φόβος τιθασεύει τη ρέμβη της. Ψάχνει με το βλέμμα τριγύρω. Όλα τα σχήματα στο Δέλτα του ποταμού Σάπι είναι τόσο ασαφή. Μικρές νησίδες παντού μπροστά της και μετά τίποτα. Το απέραντο. Ο ορίζοντας.



Σαν να γεννήθηκε έτοιμη για αυτή τη στιγμή, αρχίζει να προχωρά μέσα στο νερό που σχεδόν καλύπτει τους ώμους της. Δε φοβάται τίποτα, τώρα που βλέπει μπροστά της το πιο όμορφο λουλούδι που σκάρωσε ποτέ η φύση.


Νιώθει το νερό στα μάτια της, καταπίνει μεγάλες ποσότητες κι αναγκάζεται να κολυμπήσει μέχρι να φτάσει στο Σάνγκε-Σάνγκε, που στέκεται ολομόναχο, σε ένα τόσο δα κομματάκι στεριάς που θα ‘λεγε κανείς ότι φτιάχτηκε ειδικά για να φιλοξενεί το λουλούδι αυτό.
Η Μούλου δε χάνει χρόνο. Με μόνο εργαλείο τα νύχια της αρχίζει να σκαλίζει το χώμα που περιτριγυρίζει τις ρίζες του Σάνγκε-Σάνγκε.



Δε χορταίνει να το κοιτά. . . Τώρα που έχει όλο το χρόνο να το χαζέψει. Μοιάζει με πουλί αυτό το λουλούδι. Το κρατά σφιχτά στα πληγωμένα χέρια της και το θαυμάζει. Κάτι της θυμίζει... Τα δύο γυαλιστερά μωβ πέταλα, μοιάζουν τόσο πολύ με φτερά... Και φαίνεται τόσο εύθραυστο. Παρά τις παχύσαρκες ρίζες του, ο μίσχος είναι πιο λεπτός κι από σπάγγο.
Γυρίζει και κοιτά πίσω της τον ωκεανό. Πριν λίγο βρισκόταν σχεδόν κάτω από το νερό και πάλευε με τα ρεύματα και τα κύματα. Σηκώνει το Σάνγκε ψηλά σαν να το δείχνει στον μακρινό ορίζοντα. «Μπαμπά, το δώρο σου είναι υπέροχο! Σ’ ευχαριστώ!» φωνάζει με όλη τη δύναμη της ψυχής της. «Πάμε τώρα να βρούμε το ταίρι σου…» ψυθιρίζει στο λουλούδι της και μπαίνει μέσα στο δάσος.


- - - - - - - - - - - - - - -

Αυτό το μέρος του ταξιδιού της, της φαίνεται πολύ πιο δύσκολο. Δεν έχει να ακολουθήσει κάποιο ποτάμι, ούτε καν να αποφύγει κάτι. Μόνο με το ένστικτο της προχωρά όλο και πιο βαθιά μέσα στο δάσος, ψάχνοντας χωρίς λογική και προσανατολισμό το ταίρι του Σάνγκε-Σάνγκε. Έχει τρεις μέρες στη διάθεσή της. Δεν έχει περάσει πολύ ώρα από τη στιγμή που ξερίζωσε το πανέμορφο λουλούδι. Πόσο δυσκολεύτηκε να το βγάλει στη στεριά. . . Το σφήνωσε ανάμεσα στα πάνω και τα κάτω δόντια της προσεκτικά και τεντώνοντας το κεφάλι της ψηλά, πράγμα πολύ δύσκολο με το βάρος του Σανγκε, κολύμπησε μέχρι τη στεριά.


Τρια χρόνια ζούσε στο δάσος και ποτέ δεν είχε δει τον ποταμό Λόντα. Δεν είχε απομακρυνθεί από την καλύβα που ζούσε με τον Σινγκου παρά μόνο μερικές φορές για να μαζέψει ξύλα, ή νερό από το ρέμα.

Τον σκέφτεται έντονα η Μούλου τον Σινγκου τώρα, που το ταξίδι για το οποίο του είχε μιλήσει και το οποίο για χάρη του είχε διακόψει, έχει φτάσει στα μισά. Κοιτάζει το Σάνγκε συνεχώς, έτσι όπως κρέμεται από το δεξί της χέρι, σαν να το έχει δώσει σε κάποιον άλλο να το βαστά και προσέχει μην της το κλέψει. Ήδη έχει χάσει λίγη από τη λάμψη του. Φαίνεται πως το λουλούδι αυτό έχει μεγάλη ανάγκη από νερό. Σκέφτεται το γράμμα που άφησε πάνω στο μαξιλάρι της.


...Σε αγαπώ. Μα πρέπει να φύγω. Έχω αφήσει το ταξίδι μου στη μέση. Λυπάμαι που για να το συνεχίσω, πρέπει τώρα να αφήσω στη μέση την αγάπη μας. Σ’ ευχαριστώ που με μεγάλωσες. Που με πρόσεξες. Που δε θα με ακολουθήσεις. Είσαι τόσο όμορφος τώρα που κοιμάσαι κι εγώ τόσο άσχημη που σ’ αφήνω. Μα πρέπει. Θα σε έχω πάντα κρυμμένο στην καρδιά μου, όπως το δάσος έκρυβε το όμορφό μας σπιτικό.

Μούλου


Το δάσος πυκνώνει κι ο αχανής ίσκιος των δέντρων κάνει το δέρμα της Μούλου να ανατριχιάζει. Κρύωσε τόσην ώρα μέσα στο νερό. Ένας ακόμη λόγος που αδημονεί να βρει τον ποταμό Λόντα, είναι για να ξεπλύνει το αλάτι από πάνω της.

Σκοτεινιάζει ολοένα και περισσότερο. Η Μούλου νιώθει μιαν αγανάκτηση να ξυπνά μέσα της. Μέχρι εδώ, ήξερε τι έψαχνε και πού θα το έβρισκε. Τώρα, δεν έχει ιδέα για τίποτα. Απλώς εύχεται να τη βοηθήσει κάποια αόρατη δύναμη να βρει τον σωστό δρόμο και να αντιληφθεί εύκολα τι είναι αυτό που ψάχνει.

Το Σάνγκε στο ημίφως, συνεχίζει να λαμποκοπά αδύναμα. Η απαλή μωβ λάμψη του βοηθά τη Μούλου να αποφεύγει τα χοντρά ξερόκλαδα καθώς περπατά και με έναν περίεργο τρόπο της προκαλεί λίγη αισιοδοξία κάθε φορά που το κοιτά. Ίσως αυτή να είναι η δύναμη που χρειάζεται. Άλλωστε είναι προφανές πως το λουλούδι που κρατά στο χέρι της είναι μαγικό. Γιατί λοιπόν να μην περιμένει θαύματα να συμβούν από δω και στο εξής;

Το μαγικό λουλούδι όμως αλλάζει καθώς περνά η ώρα. Φαίνεται πως όσο αφυδατώνεται και χάνει τη λάμψη του, η θλίψη το βαραίνει και κάνει το λεπτό του μίσχο πιο σκληρό και άκαμπτο, τις παχύσαρκες ρίζες του ασήκωτες. Η υγρασία του δάσους όμως για τη Μούλου είναι αρκετή ώστε να τρέμουν τα πόδια της, να κολλάνε τα μαλλιά της στους ώμους της χωρίς αυτή να έχει ιδρώσει, να ανασαίνει με δυσκολία μέσα σε αυτή την πυκνή υγρή ομίχλη…

Η σιωπή της νύχτας είναι τρομακτική. Το μόνο που ακούγεται είναι το σούρσιμο των ποδιών της στο χώμα, συχνά κι ο ανατριχιαστικός θόρυβος που κάνουν τα ξερά πεσμένα φύλλα όταν τα πατάει και σπάνια κάποιοι ήχοι νυχτόβιων ζώων που η Μούλου δεν αναγνωρίζει και έτσι προσπαθεί να περπατά αθόρυβα για να μην αποσπάσει την προσοχή κάποιου άγριου σαρκοβόρου πλάσματος. Μόνη της παρέα, βαθιά μέσα στο κεφάλι της, οι χιλιάδες σκέψεις της κι οι ακόμα περισσότερες εικόνες και μνήμες από όσα έχει περάσει. Η διαδρομή πλάι στο ποτάμι, η είσοδος της στο δάσος, η γνωριμία με τον Σινγκου, ο εφιάλτης που την έκανε ένα πρωί να σηκωθεί και να τον εγκαταλείψει, το Δέλτα του Σάπι, η πάλη με τα κύματα - ακόμα της φαίνεται απίστευτο που τα κατάφερε να ξεριζώσει το Σάνγκε και να κολυμπήσει στα άγρια νερά με τον ευαίσθητο μίσχο του περασμένο πίσω από τα δόντια της, τον ανθό του να κρέμεται από τη μία πλευρά του κεφαλιού της και τις χοντρές του ρίζες από την άλλη. Ήταν τόσο δύσκολο να διατηρήσει την ισορροπία της μέσα στο νερό όμως σαν να ήταν έτοιμη από χρόνια για τον άθλο, τα κατάφερε και τώρα όλα θα μπορούσαν να της φαίνονται εύκολα. Όμως κάτι τέτοιο δε συμβαίνει. Ειδικά τώρα, που ανεξήγητα, μέσα στο σκοτάδι, μπορεί να αναγνωρίσει την περιοχή αυτή του δάσους καθώς ο ήχος του ρέματος δυναμώνει στα αυτιά της.

[ O ΣΙΝΓΚΟΥ

Η Μούλου μπαίνει στο δάσος. Από τα πρώτα της κιόλας βήματα νιώθει απελευθερωμένη από όλες τις τύψεις. Έχει παρακούσει τις προσταγές του αρχηγού και κάνει αυτό που θέλει. Πράγματι πρόκειται για ένα ταξίδι ενηλικίωσης λοιπόν.

Το δάσος όσο πάει γίνεται και πιο πυκνό, οι κορμοί των δέντρων πιο ψηλοί, τα κλαδιά απ’ αυτούς ξεπετάγονται πολλά μέτρα πάνω από το κεφάλι της Μούλου. «Σκέψου να βρω το λουλούδι, το ταίρι του κι ο,τι άλλο είναι γραφτό να βρω, μια ώρα αρχίτερα. . .» μουρμουράει καθώς χαζεύει τριγύρω της. Η μονοτονία του τοπίου είναι μεθυστική. Είναι καταπληκτικό να ξεφεύγεις από το μονοπάτι και να χάνεσαι στο δάσος. Άλλωστε, όσο τυχαία προχωρούσε πλάι στον Σάπι, άλλο τόσο τυχαία βαδίζει ανάμεσα στα γέρικα δέντρα ψάχνοντας το ίδιο ακριβώς πράγμα, με τη μόνη διαφορα ότι τώρα το ψάχνει με τον δικό της τρόπο. «Είμαι σίγουρη πως κι ο πατέρας θα έκανε του κεφαλιού του…» σκέφτεται το λιγνό κορίτσι και πίνει περήφανη νερό από το φλασκί που είχε πριν από λίγη ώρα γεμίσει στον ποταμό.

Όταν δεν περπατάς ευθεία μπροστά, η διαδρομή αποκτά ενδιαφέρον, ακόμα και να μην έχεις ιδέα που πηγαίνεις. Και η Μούλου ώρες τώρα που περπατά, δεν έχει κουραστεί καθόλου. Αντιθέτως, το δάσος που πυκνώνει κι απλώνεται συνέχεια, της φαίνεται μαγικό. «Μα πόσο πιο μεγάλος μπορεί να είναι ο ωκεανός…!»

Η νύχτα φέρνει στ’ αυτιά της καινούριους ήχους, η Μούλου ξέρει πως πρέπει να ξεκουραστεί μα δε νιώθει καθόλου κουρασμένη, καθόλου φοβισμένη, θέλει να συνεχίσει να περπατά για πάντα, να μείνει στο δάσος για πάντα, να χτίσει ένα σπιτάκι πλάι σε κάποιο ρέμα και να φυλάει τα δέντρα, να ζει ανεξάρτητη μέσα σε ένα δικό της πουθενά να μεγαλώσει και να γίνει ένα με τον κόσμο της. Ένα σπιτάκι στο δάσος - να! Σαν αυτό εκεί στο βάθος!

Τι όμορφο σπίτι. . . Σαν να ζωντάνεψε μόλις η σκέψη της! Ένα πανέμορφο, ξύλινο σπίτι, απλό σαν να το έχει ζωγραφίσει ένα μικρό παιδί, στη μέση του δάσους, δίπλα στο ρέμα, με φράχτη, μικρά παρτέρια μπροστά στην είσοδο, φίσκα στα πολύχρωμα λουλούδια, ένα ζεστό φως να βγαίνει από τα τετράγωνα παράθυρα και μια μυρωδιά από ζεστό φαγητό ολοένα να γίνεται εντονότερη. «Κόπιασε, το φαγητό είναι σχεδόν έτοιμο!»

Ο Σινγκού στέκεται στην πόρτα και προσπαθεί να δει καθαρά την Μούλου που είναι ακόμα κρυμμένη στο σκοτάδι. «Κόπιασε, μη φοβάσαι…» Μα η Μούλου δε φοβάται καθόλου. Περπατά σταθερά προς το μέρος του κι εκείνος της χαμογελά φιλικά. Νιώθει σαν να έφτασε κάπου όπου την περίμεναν ώρα τώρα για δείπνο και σκύβει το κεφάλι από ντροπή. «Συγγνώμη αν άργησα» ψελλίζει καθώς σταματά να βαδίζει και στέκεται ακριβώς μπροστά στον Σινγκου. Ο Σινγκού αγγίζει απαλά το πιγούνι της και με το δάχτυλό του σηκώνει το κεφάλι της. Την κοιτά βαθιά στα μάτια κι εκείνη του χαμογελά σα να τον γνωρίζει χρόνια, ενώ είναι η πρώτη φορά που αντικρύζει αυτά τα στρογγυλά μαύρα μάτια, τα περιποιημένα γένια, τα λεπτά σκοτεινά χείλη. «Δε θα μείνω πολύ… Έχω δρόμο-πρέπει δηλαδή να…» χάνει τα λόγια της λες και ο άντρας που στέκεται μπροστά της ασκεί μιαν ανεξήγητη επιρροή στο στόμα της κι είναι ανίκανη να αρθρώσει όσα σκέφτεται και την αναγκάζει να σκεφτεί άλλα, μα είναι μόνο ένα μικρό κορίτσι, δε γίνεται… κι αυτός είναι μεγάλος, αυτή είναι μόλις δεκατριών γιατί τον ακολουθεί μέσα στο σπίτι; Γιατί κάθεται στο τραπέζι και δέχεται τη φιλοξενία του; Γιατί τον αφήνει να της πλύνει τα χέρια; Γιατί δεν ντρέπεται;

Το δείπνο έχει τελειώσει. Ο Σινγκου είναι ακόμα πιο όμορφος τώρα. Τον χαζεύει καθώς τα μάτια της κλείνουν κι η εικόνα του θολώνει, το χαμογελό του είναι το τελευταίο που σβήνει κι η Μούλου βυθίζεται σ’ ένα μαλακό ύπνο, ξαπλωμένη σ’ ένα μαξιλάρι μεγάλο σαν κρεβάτι, κάτω απ’ το παράθυρο του σαλονιού. Ο Σινγκού σηκώνεται από την καρέκλα που καθόταν και πηγαίνει προς το υπνοδωμάτιο χωρίς να σταματά να χαμογελά.

«Ξύπνα…»
Η Μούλου ανοίγει τα μάτια της διάπλατα. Είναι ξύπνια από ώρα μα ντρεπόταν να σηκωθεί γιατί είχε ακούσει τον Σινγκού να φτιάχνει πρωινό. «Ξύπνα…»

Το προηγούμενο βράδυ ο Σινγκού δεν έκανε καμία ερώτηση στο κορίτσι που είχε βρεθεί από το πουθενά στην πόρτα του. Είχε χιλιάδες απορίες μα δεν ήθελε να την κουράσει με αυτές. Τώρα όμως πρέπει να μάθει τουλάχιστον το όνομα αυτού του πανέμορφου πλάσματος με τα εκτυφλωτικά μωβ μάτια και το καστανό δέρμα στα μάγουλα. «Μούλου…Με λένε Μούλου…Μούλου έλεγαν και τον πατέρα μου-σημαίνει ξημέρωμα, η μητέρα μου λάτρευε τον πατέρα μου κι ήθελε να πάρω το όνομά του. Ο πατέρας μου πέθανε… Σαν να το ήξερε η μαμά όταν γεννιόμουν.» «Εμένα με λένε Σινγκου. Που σημαίνει…» «…ξέρω τι σημαίνει.» τον διακόπτει η Μούλου, του χαμογελά και δαγκώνει ένα μικρό κομμάτι από το φουσκωτό ψωμάκι που έχει μπροστά της. «Πώς ήρθες εδώ; Που πηγαίνεις; Που έχεις να πας;»

Η Μούλου σηκώνεται από την καρέκλα της απότομα σαν να την έχει προσβάλλει κάτι, γυρίζει την πλάτη της στον Σινγκου και στέκεται μπροστά στο παράθυρο. «Πουθενά δεν πηγαίνω. Ο,τι έψαχνα το βρήκα.»

Το μεσημέρι βρίσκει τη Μούλου στην αγκαλιά του Σινγκού, να του εξηγεί, προσπαθώντας να πείσει ίσως και τον εαυτό της, πως αν η ίδια είναι το λουλούδι που έψαχνε, τότε σίγουρα μόλις χτες βράδυ είχε βρει στο δάσος το ταίρι της και πως ακόμα κι αν υπάρχει το λουλούδι αυτό κάπου κοντά στον ωκεανό, ακόμα κι αν υπάρχει ένα άλλο ταίρι για εκείνο κάπου στο δάσος, τίποτα από αυτά δεν μπορεί να είναι πιο όμορφο και πιο μαγικό από τα συναισθήματα που αυτή τη στιγμή κάνουν το μικροσκοπικό κορμί της να μεγαλώνει και το μυαλό της να ωριμάζει, τη φαντασία της να απλώνεται γύρω από εικόνες με τις οποίες ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε αφήσει το νου της να παίξει. Ο Σινγκου δε θέλει άλλα λόγια για να πειστεί. Οι ανησυχίες του για το κατά πόσο είναι συνετό να στερήσει αυτό το κορίτσι από την οικογένεια του, οι σκέψεις να αφήσει τη Μούλου να συνεχίσει το ταξίδι της ή ακόμα και να τη συνοδέψει σε αυτό σύντομα εξαφανίζονται κάτω από την πεισματάρικη άρνηση της να κάνει έστω και βήμα από τον παράδεισο που ανακάλυψε χτες βράδυ, στην καρδιά του δάσους, στην καρδιά του.

Τα χρόνια περνούν γλυκά στον παράδεισο
Ώσπου ένα πρωί…

Η Μούλου ξυπνάει με κομμένη την ανάσα…
Ο Σινγκού κοιμάται δίπλα της…
Σπρώχνει την ξύλινη πόρτα…
Το γράμμα το έχει αφήσει στο μαξιλάρι της… ]

Δεν είναι δυνατόν… Ο Σινγκού είναι έξω στην αυλή και ποτίζει τα λουλούδια. Πάντα τα πότιζε τη νύχτα για να μυρίζουν όμορφα. Τον ακούει που τραγουδάει ανέμελα, σαν να μην τον έχει στενοχωρήσει κάτι. Ίσως βέβαια να μην τον αναγνώριζε καν αν τον έβλεπε δυστυχισμένο. Τόσα χρόνια το χαμόγελο δεν χάθηκε ούτε για μια στιγμή από το πρόσωπό του. Τα δειλά της βήματα δε θυμίζουν σε τίποτα το θάρρος με το οποίο είχε πλησιάσει τότε τον Σινγκου. Κοιτάζει το Σανγκε στο χέρι της που λάμπει και φωσφορίζει απίστευτα…θα ‘ναι που βρίσκεται κοντά σε νερό μετά από τόσες ώρες. Ο Σινγκου βλέπει το μωβ φως στο βάθος. «Κόπιασε, το φαγητό είναι σχεδόν έτοιμο…»

Η Μούλου τρέμει. Δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει. Πλησιάζει τον Σινγκου ο οποίος ανεξήγητα της χαμογελάει όπως την πρώτη φορά. Ρίχνει μια ματιά στο λουλούδι που κρατά στο χέρι της κι έπειτα απλώνει το χέρι του σαν να της το ζητά. Η Μούλου του το προσφέρει. «Είναι πολύ όμορφο… Έχει το ίδιο χρώμα και την ίδια λάμψη που έχουν τα μάτια σου…» Η Μούλου ξεσπά σε κλάματα. Ο Σίνγκου αγνοεί τους λυγμούς της, περπατά προς το ρέμα και βυθίζει τις ρίζες του Σάνγκε μέσα στο δροσερό νερό και από το λουλούδι εκρήγνειται τόσο φως που και οι δύο αναγκάζονται να καλύψουν τα μάτια τους με τα χέρια τους. Μα σε λίγα δευτερόλεπτα το φως αυτό σβήνει, και το Σάνγκε αρχίζει να μαραίνεται. Πριν προλάβει η Μούλου να συνειδητοποιήσει τι γίνεται, το μαγικό της λουλούδι έχει σαπίσει κι έχει συρρικνωθεί μέσα στο χέρι του Σινγκου. Ο Σινγκου γυρίζει προς το μέρος της και την κοιτάζει αποδοκιμαστικά. «Μη μου πεις πως ξέχασες να αφήσεις ένα κομμάτι από τις ρίζες του, εκεί που το βρήκες…»

Το κορίτσι ξυπνάει. Τα μικροσκοπικά καστανά μάτια της είναι γεμάτα τσίμπλες και τα μαλλιά της βρώμικα και γεμάτα κόμπους. Σηκώνεται από το πεζοδρόμιο και τινάζει τη σκόνη από τα ρούχα της. Απλώνει το χέρι της ικετευτικά σε μια κυρία που την προσπερνά.